ρευστοποιώ — ρευστοποιώ, ρευστοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ρευστοποιώ — Ν 1. μετατρέπω στερεό σώμα σε αέριο ή σε υγρό 2. μετατρέπω κτηματική περιουσία σε ρευστό χρήμα 3. εξαργυρώνω χρηματιστηριακούς τίτλους, τούς μετατρέπω σε μετρητό χρήμα, λικιντάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρευστός + ποιώ] … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αποτήκω — (Α ἀποτήκω) ρευστοποιώ κάτι λειώνοντας το αρχ. αφανίζω … Dictionary of Greek
αρρευστοποίητος — η, ο και ος, ον 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί, να λειώσει 2. (για ακίνητα) εκείνος που δεν έχει ή δεν μπορεί να μετατραπεί σε χρήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρευστοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αφανίζω — (AM ἀφανίζω) [αφανής] 1. εξαφανίζω 2. καταστρέφω, εξοντώνω 3. καταστρέφω οικονομικά κάποιον ή κατασπαταλώ περιουσία 4. καταβάλλω, καταπονώ νεοελλ. διακορεύω, καταστρέφω ηθικά αρχ. μσν. αφαιρώ κάτι από κάποιον μσν. παραπλανώ αρχ. 1. κρύβω,… … Dictionary of Greek
διαχέω — (ΑΝ) και διαχύνω (ΜΝ) χύνω σε διάφορες κατευθύνσεις, διασκορπίζω αρχ. μσν. είμαι έκλυτος, ακόλαστος μσν. καταπατώ συμφωνία αρχ. 1. διαμελίζω 2. διασκορπίζω 3. λειώνω, ρευστοποιώ 4. συγχέω, αναστατώνω 5. παθ. χύνομαι από ένα δοχείο σε άλλο 6.… … Dictionary of Greek
εξαργυρώνω — (Α ἐξαργυρώ( όω) νεοελλ. ρευστοποιώ, εκποιώ, καταβάλλω ή παίρνω σε χρήμα την αξία συναλλαγματικής, επιταγής, λαχείου που κέρδισε κ.λπ. αρχ. μετατρέπω σε χρήμα, πουλώ («ἔδοξέ μοι τά ἡμίσεα πάσης τῆς ούσίης έξαργυρώσαντα», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
καθυγραίνω — (AM καθυγραίνω) [κάθυγρος] υγραίνω κάτι εντελώς, εμποτίζω, μουσκεύω («τῆς δὲ χώρας ἡ πολλή συνηρεφὴς οὖσα... καὶ ἑλώδης ἀεὶ καθύγρανε αὐτούς», Πλούτ.) μσν. μέσ. καθυγραίνομαι σβήνω τη δίψα κάποιου αρχ. 1. μεταβάλλω κάτι σε υγρό, υγροποιώ,… … Dictionary of Greek
κατατήκω — και δωρ. τ. κατατάκω (Α) 1. τήκω, λειώνω εντελώς, ρευστοποιώ ένα στερεό σώμα 2. διαλύω, αναλύω, αραιώνω («τὰς σάρκας τὸ λίτρον κατατήκει», Ηρόδ.) 3. μτφ. δαπανώ, αφανίζω, καταναλίσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τήκω «λειώνω»] … Dictionary of Greek